Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βατοκόπι — το και βατοκόπος, ο (Μ βατοκόπιον, το) σιδερένιο δρεπανοειδές όργανο με το οποίο κόβουν βάτους και άλλους θάμνους … Dictionary of Greek
βατοκόβω — και βατοκοπώ ( άω) κόβω βάτους και άλλους θάμνους με το βατοκόπι … Dictionary of Greek